- πολύλαος
- -ον, Ααυτός που έχει πολύ λαό, πολυάνθρωπος, πολυπληθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λαός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολύλαος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυλάῳ — Πολύλαος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polylavs — POLYLAVS, i, Gr. Πολύλαος, ου, (⇒ Tab. XVII.) einer von des Herkules Söhnen, welche er mit des Thespius Töchtern zeugete. Apollod. l. II. c. 7. §. ult. Sieh Thespiades … Gründliches mythologisches Lexikon
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek